Έχει τις συνέπειές της βέβαια η ιδιότητα του μέλους μιας ομάδας· το συνανήκειν έχει τα όριά του και επιβάλλει τους όρους του.
Για να συνυπάρξεις, αναγκάζεσαι να προσαρμοστείς, να αναζητήσεις μέσους όρους, να συμβιβαστείς, να αποδεχθείς πως δεν είσαι αυτοτελής και αυτοκέφαλος αλλά βρίσκεσαι στη διάθεση του επικεφαλής και της αυλής του ή των «κύκλων» του, κατά την τρέχουσα ευφημιστική ορολογία.
Αλλά να «εκχωρείς και τη συνείδησή σου», δηλαδή να αυτοακυρώνεσαι πλήρως;
Και πόσες ακριβώς «εκχωρήσεις» αντέχει αυτή η συνείδηση, επιβεβλημένες από το άγχος της πολιτικής επιβίωσης ή από τις πιέσεις των φίλων και συντρόφων, που πιστεύουν αφελώς πως αν η αμαρτία (η ενδοτικότητα και η υποταγή στη συγκεκριμένη περίπτωση) μοιράζεται, συγχωρείται και εξαλείφεται;
Οι δύο «εκχωρήσεις συνείδησης» στους έξι μήνες είναι το κοινό όριο για όλους;
Μέχρι πού και πότε είναι ικανή η εν λόγω συνείδηση να θητεύει αδιαμαρτύρητα, ενδεχομένως και υπερήφανα, στην εθελοδουλία, «για το καλό του κόμματος» ή για «το συμφέρον της πατρίδας», όπως ονομάζονται τα κατατόπια που κάπως διευκολύνουν να αφομοιωθεί η ήττα της προσωπικότητας;
Και πότε σπάει πια και θρυμματίζεται ή πότε αποφασίζει να ανταρτέψει, να διεκδικήσει τον αυτοσεβασμό της, να ρισκάρει;