Οι Ισπανοί, είναι λαός μεσογειακός όπως εμείς, με κουλτούρα
και έντονο ταμπεραμέντο. Είπαν για μας λοιπόν, ότι κοιμόμαστε και «σιγά μην
ξυπνήσετε τους Έλληνες». Οι φίλοι μας οι Ισπανοί όμως, δεν ήξεραν, ότι για
χρόνια ολόκληρα στην Ελλάδα, δεκαετίες θα λέγαμε, οι ασχολούμενοι με την
πολιτική σε όλα τα κλιμάκια, ακόμα και στα πιο χαμηλά, τους πολίτες και ειδικά
τους ανένταχτους, τους κοίταζαν αφ’ υψηλού και τους κοίμιζαν ανενδοίαστα, διότι
έτσι τους βόλευε.
Και αν καμιά φορά, αυτοί οι ανένταχτοι, αλλά και κάποιοι
ενταγμένοι υπό έλεγχο, τολμούσαν να εκφράσουν κάποια μικρή απορία, για κάποια
απόφαση, αλλαγή, διαγραφή ή τοποθέτηση και ρωτούσαν να μάθουν, η απάντηση που
έπαιρναν, ήταν ότι «έτσι έπρεπε να γίνει και να μην ασχολούνται, διότι όσοι
είναι απ’ έξω, δεν χρειάζεται να ξέρουν».
Όλη η Ελλάδα γέμισε μέντορες και
καθοδηγητές, για να περάσουν οι γραμμές του κόμματος, για τα πρόσωπα που θα
ψήφιζαν και μάλιστα απροκάλυπτα, εφ’ όσον τους έδιναν έτοιμο το ψηφοδέλτιο,
σταυρωμένο, διπλωμένο και μέσα στο φακελάκι. Και τότε οι Έλληνες, που σήμερα οι
Ισπανοί λένε ότι κοιμούνται, έπρεπε να συναινέσουν με την προτροπή του εκάστοτε
εκπροσώπου, ο οποίος συνήθως, ήταν μέλος κάποιας τοπικής οργάνωσης και όταν θα
έκανε τη σούμα της κάλπης, θα καταλάβαινε ότι δεν πειθάρχησαν. Είχε καταφέρει
να το περάσει αυτό, σε όσους θεωρούσε υποτακτικούς και κοιμισμένους, με
αποτέλεσμα να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του.
Γι’ αυτό πάντα, πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση, οι εκπρόσωποι των
κομμάτων έλεγαν, ότι «ελέγχουμε το τάδε ποσοστό των ψηφοφόρων και η νίκη είναι
με το μέρος μας».
Και αν κάποιοι από
τους κοιμισμένους Έλληνες, την τελευταία στιγμή ξυπνούσαν και έπρατταν κατά
συνείδηση και μετά την καταμέτρηση των ψήφων, τα κουκιά έβγαιναν λιγότερα, τότε
οι μέντορες, με θυμό αλλά και θράσος έβγαιναν στα ΜΜΕ και έλεγαν, ότι «το τάδε
ποσοστό δεν πειθάρχησε». Πίστευαν ότι μπορούσαν να μας έχουν υπό έλεγχο και να
πειθαρχούμε. Άρα μας είχαν δεδομένους. Κανένα περιθώριο επιλογής, κανένας
σεβασμός, καμία δημοκρατία. Πως ήταν δυνατόν αυτή η συμπεριφορά να λειτουργεί
αφυπνιστικά; Και το χειρότερο ήταν, ότι η συγκεκριμένη τακτική δεν εφαρμοζόταν
μόνο στις βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές. Εδώ έφτασαν να ελέγχονται οι εκλογές
σωματείων, φοιτητών και συλλόγων. Ποιος έκανε τους Έλληνες να κοιμούνται; Μήπως
οι ενασχολούμενοι με την πολιτική και οι στηρίζοντες το σύστημα;
Όταν σε εκλογές συλλόγων και σχολείων, για την ανάδειξη
Δ.Σ., Γονέων και Κηδεμόνων, οι ενδιαφερόμενοι των κομμάτων ξημεροβραδιάζονταν,
για να κάνουν δημόσιες σχέσεις και να κατευθύνουν το αποτέλεσμα, για να πουν
μετά, ότι με δημοκρατικές διαδικασίες κέρδισαν, όταν στη συγκρότηση σε Σώμα
φρόντιζαν ο Πρόεδρος να είναι μέλος κάποιας τοπικής, προσπαθούσαν ή δεν
προσπαθούσαν να στείλουν όλους τους υπόλοιπους για ύπνο;
Τώρα να μιλήσουμε για
τα δελτία των κατασκευασμένων ειδήσεων; Για τις δήθεν αντιπαραθέσεις στα
τηλεοπτικά παράθυρα; Για τα μεσημεριανά προγράμματα; Για τα τηλεπαιχνίδια και
τα πρότυπα που φρόντισαν να λανσάρουν, ώστε τα νέα παιδιά και ιδιαίτερα τα
κορίτσια, να πιστεύουν ότι δεν χρειάζονται οι σπουδές για να κερδίσουν τη ζωή
τους, παρά μόνο να δείχνουν το σώμα τους; Για τα γλυκανάλατα σήριαλ, εισαγόμενα
και μη σε καθημερινή βάση, ώστε να καθηλώνονται οικογενειακώς στο καναπέ και να
κοιμούνται όλοι όρθιοι; Αμ οι
εφημερίδες; Που για να κρατήσουν το αναγνωστικό τους κοινό και να περάσουν τα
μηνύματα που ήθελαν, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το ύπνο του λαού, μόνο
εφημερίδες δεν είναι πια.
Ως και οι τοπικές ξέχασαν το ρόλο τους και κάνουν
πολιτική. Θεωρούν μάλιστα, ότι μπορούν να στηρίζουν ή να ρίχνουν «κυβερνήσεις».
Ακόμα και οι γραφιάδες τους, όπου οι περισσότεροι είναι εθελοντές και η
δραστηριότητά τους εμπεριέχει έναν πατριωτισμό, εκτός από εθελοντές είναι και
στρατευμένοι, εφ’ όσον πριν δημοσιεύσουν οτιδήποτε το φιλτράρουν.
Τώρα πότε και
πόσο δημοκρατικά λειτούργησε τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα, είναι μια άλλη
πονεμένη ιστορία κοιμισμένων Ελλήνων. Και δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά.
Ας κοιτάξουμε δίπλα μας. Όταν οι εξυπνότεροι, που είχαν το μαχαίρι και το
πεπόνι, μαγείρευαν το άθροισμα των μορίων στις προσλήψεις τοπικών φορέων. Όταν
έδιναν με απ’ ευθείας ανάθεση μια δουλειά σε κάποιον ημέτερο. Όταν έκοβαν και
έραβαν τη πόλη μας και κράταγαν για πάρτη τους όποιο κομμάτι δήθεν περίσσευε.
Όταν τοποθετούσαν κάποιον για αντισταθμιστικούς λόγους σε κάποια επιτροπή για
να ενισχύει κάποιες προαποφάσεις. Όταν επέτρεπαν μια διάκριση για να νιώσουν
ορισμένοι σπουδαίοι και αναγνωρίσιμοι στη γειτονιά τους. Όταν με όλα αυτά που
είχαν εφεύρει και άλλα παρόμοια, εξυπηρετούσαν για να εξυπηρετηθούν, όταν θα
ερχόταν και πάλι η ώρα της κάλπης. Και όταν μαζί με όλα αυτά έδιναν και κάποια
έκτακτα, έτσι για επιβράβευση στον αγώνα για τη δημοκρατία. Κάρτα μέλους,
κινητό τηλέφωνο τελευταίας τεχνολογίας και μάλιστα πληρωμένο, συμμετοχή σε
ταξίδια με αντικείμενο πάντα τη δημοκρατία και η ζωή συνεχίζεται χωρίς κανείς
να μιλάει. Κάπως έτσι εξαγόραζαν τη σιωπή, η οποία με τα χρόνια μετατράπηκε σε
ύπνο βαθύ, με αποτέλεσμα να κινούμεθα όλοι σε μια μετριότητα και κάθε μέρα,
κάθε ώρα, να πέφτουμε όλοι σε ακόμα βαθύτερο ύπνο.
Και έφτασε η στιγμή που όλοι
σπεύδουν να παραιτηθούν και να γυρίσουν τη πλάτη. Κάποιοι λένε ότι προδόθηκαν,
όμως δεν γίνονται πιστευτοί. Θα ήταν προτιμότερο να παραδεχθούν, ότι τα λάθη τα
βλέπανε, αλλά έδιναν παράταση. Τώρα το συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με, από τον
καθένα χωριστά δε φτάνει, διότι το παιχνίδι χάθηκε. Άσε που όσοι έχουν μάθει να
βρίσκονται κάτω από μια ομπρέλα, πάλι θα ψάξουν για να ενταχθούν και να
εντάξουν, πάλι θα μοιράσουν ψηφοδέλτια και θα εκμαιεύσουν υποσχέσεις, πάλι θα
κρατήσουν κάποια σημαία και θα αναζητήσουν την δική τους αυλή. Και όλο αυτό μετά θα το πουν αγώνα για
τη δημοκρατία. Και θα γράψουν γι αυτόν τον αγώνα, θα φωνάξουν και θα μαλώσουν,
με όσους σταθούν απέναντί τους. Η δημοκρατία όμως, ξεκινάει από μέσα μας. Από
τον καθένα χωριστά. Για να περάσει στην οικογένεια, στην γειτονιά, στη
συνοικία, στη πόλη και στη χώρα ολόκληρη. Αν λοιπόν οι ενασχολούμενοι με την
πολιτική, θέλουν να κάνουν έναν αγώνα, ας είναι για τη δημοκρατία μέσα μας.
Δέσποινα
Δαλιάνη – Βακάλη
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη Φωνή του Γέρακα Ιουνίου 2011